ΜΠΡΙΖΟΛΑ ΜΟΣΧΑΡΙΣΙΑ ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ. GRILLED STEAK IN OUR FIREPLACE.

Το σωστό ψήσιμο, ένα πουλάκι και το ποίημά του.

Η μέρα της Κυριακής ξημέρωσε συννεφιασμένη. Στο ένα παράθυρο πλησίαζε μία υγρή και ασπρουδερή μελαγχολική βαριά ομίχλη, όμως στο άλλο μας παράθυρο ξεπρόβαλλε ένας γλυκούλης κοκκινολαίμης. Το γλυκό αυτό πουλάκι του χειμώνα ήταν τόσο φωτεινό μέσα στο γκρίζο τοπίο που με έκανε να χαμογελάσω. Ναι είναι χειμώνας σήμερα αλλά σε λίγες μέρες ο κοκκινολαίμης θα φύγει στις χώρες που μεγαλώνει, θα περνάει καλά και θα μας στείλει την Άνοιξη.

Λίγο ξενέρωτο που θα συνεχίσω για το σωστό ψήσιμο μιας μοσχαρίσιας μπριζόλας, αλλά τι να κάνω αφού είχε ομίχλη, έβρεχε και ήταν η σωστή συγκυρία για να ψήσουμε στο τζάκι.

7 ταπεινές μικρές συμβουλές έχω για το ψήσιμο

Ένα: καλός χασάπης

Δύο: είτε είναι της κατάψυξης είτε είναι αγορασμένη από το κρεοπωλείο εγώ την έχω δύο μέρες μέσα στο ψυγείο αλειμμένη με γλυκιά μουστάρδα και ελάχιστο ελαιόλαδο

Τρία: την βγάζω από το πρωί στον πάγκο της κουζίνας να πάρει την ατμόσφαιρα του σπιτιού

Τέσσερα: την σκουπίζω με χαρτί κουζίνας πάρα πολύ καλά, να μη μείνει ίχνος υγρασίας και δεν βάζω ούτε αλάτι ούτε μπαχαρικά.

Πέντε: ούτε φλόγα, ούτε καπνό θέλει στο ψήσιμο της η μπριζόλα. Τα κάρβουνα πρέπει να πυρακτωθούν πολύ καλά και να είναι κόκκινα.

Έξι: την γυρνάμε δύο τρεις φορές για να μείνουν όσο γίνεται οι χυμοί του κρέατος μέσα. Έξι λεπτά ψησίματος για μας προσωπικά μας φτάνουν που θέλουμε να είναι λίγο ροζ μέσα.

Επτά: την βγάζουμε από τη σχάρα και την σκεπάζουμε αμέσως με αλουμινόχαρτο.

Αυτά.

Τα συνοδευτικά μου ήταν ένα αρωματισμένο βούτυρο με κουρκουμά, θυμάρι αλάτι και πιπέρι σετσουάν κοπανισμένο με τον γνωστό στούμπο, εντελώς προαιρετικό βέβαια.

Επίσης  ψητές λωρίδες γλυκοπατάτες με παρόμοια μπαχαρικά.

Το κρέας ήταν πραγματικά αφρός!

Ο σύζυγός μου πλημμυρίζει το κρέας του με χυμό λεμονιού.

 






1 μεγάλη μοσχαρίσια μπριζόλα για τους δυό μας

1 κουταλιά μουστάρδα

1 κουταλιά ελαιόλαδο

συνοδευτικό

1 μεγάλη γλυκοπατάτα

θυμάρι

1 κουταλάκι κουρκουμά

αλάτι, μαύρο πιπέρι

για το αρωματικό βούτυρο

θυμάρι

κουρκουμάς

μαύρο πιπέρι

πιπέρι σετσουάν

ελάχιστο αλάτι

 














Ψάχνοντας πληροφορίες για τον μικρό κοκκινολαίμη έπεσα πάνω στο ποίημα του Ιωάννη Βαλαωρίτη «ο Καλόγιαννος», αλλά παρά τον καλοσυνάτο τίτλο το ποίημα είναι τόσο σκληρό και φρικιαστικό που ξέχασα ότι αναφέρεται σε πουλάκι. Λοιπόν μαζί με τα λυπητερά παραμύθια, κοριτσάκι με τα σπίρτα κλπ και τα τραγούδια στυλ πεταλούδα που πέφτει κάτω και ψοφά, προσθέστε και αυτό το ποίημα. Όμορφα γραμμένο αλλά μαχαίρι στην καρδιά. 


Ο Καλογιάννος του Ιωάννῃ Βαλαωρίτῃ

 

Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·

πατρίδα εγώ δεν έχω

παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·

με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.

 

Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·

πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι

μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι.

Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα

 

φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα

κι αρχίζω το τραγούδι μου. Στα σύγνεφ’ ανεμίζει

περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει,

κι εγώ τον βλέπω και γελώ… Δεν του φθονώ την τύχη,

ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,

 

γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει

θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενήν την πλάση.

Το κράζουν αυτοκράτορα… του φόρεσαν κορόνα,

μας το ’πλασαν δικέφαλο… του γράφουν την εικόνα…

Στη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,

 

στην άλλη του γυμνό σπαθί… κι επήρε ο νους του αγέρα!

Το πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι

είν’ η ξανθή μου η κυκλαμιά. Εγώ με το τραγούδι

την ανακράζω από ψηλά κι εκείνη στη φωνή μου

γοργά προβαίνει ολόχαρη. Πιστόν προξενητή μου

 

το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι

και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη…

Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ! Του πριναριού μου η μάζα

αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.

Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω

 

στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω

παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη.

Εσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει.

Ζω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω,

κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο.

 

Μια μόνη αγιάτρευτη πληγή έχω βαθιά κρυμμένη

στην άκακή μου την καρδιά, και κάποτε πικραίνει,

διαβάτη, αυτή μου τη χαρά…

Είχ’ αγαπήσει μια φορά

στο πρώτο το ταξίδι μου μια καλογιαννοπούλα,

 

γκόλφι του λόγγου ατίμητο, και σαν εμέ φτωχούλα.

Σ’ ένα κλαρί παράμερο, μακρά από κάθε μάτι,

εγώ κι εκείνη εστήσαμε το νυφικό κρεβάτι,

και με τραγούδια αδιάκοπα και με τον έρωτά μας

κρυφά κρυφά αναθρέψαμε, διαβάτη, τα παιδιά μας.

 

Μια νύχτα που την έσφιγγα γλυκά με τα φτερά μου

κι ένιωθα μου λαχτάριζε στη φλογερή αγκαλιά μου,

ακούω που τρέμει το κλαρί και βλέπω έναν αστρίτη

που κοίταζε να καταπιεί το φτωχικό μας σπίτι.

Τα μάτια που μου κάρφωσε στην όψη το θερίο,

 

η γλώσσα του η διχαλωτή, το χνότο του το κρύο,

διαβάτη, με μαρμάρωσαν… εσβήστηκα… δεν είδα

τη φοβερή μας τη σφαγή… Στην πρώτην την αχτίδα

του ήλιου, που μ’ επύρωσε, ξυπνώ στη γη ριμένο…

Μου λείπαν όλα τα παιδιά… βαρύ, κουλουριασμένο *

 

το σερπετό εκοιμότουνε μες στη φωλιά χορτάτο

κι η μάνα ετοιμοθάνατη, που σπάραζε στο βάτο,

είχε τη σάρκα ολάνοιχτη… Ορμώ, την αγκαλιάζω·

του κάκου σκούζω, δέρνομαι, του κάκου τηνε κράζω…

Κι εκεί που της εμάλαζα τα ξεσχισμένα στήθη,

 

διαβάτη μου, το αίμα της στην τραχηλιά μου εχύθη.

Κι από τα τότε μὄμεινε μες στην καρδιά η πικράδα

και στο λαιμό παντοτινά γραμμένη η κοκκινάδα…

Αλλά… δε θέλω κλάματα· μακρά από μένα ο πόνος.

Βασιλικό παλάτι μου είναι τ’ αράμνου ο κλώνος

 

και βιο μου είν’ η χαρά.

Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.